- θεάρεστος
- η , ο [ος , ον ]1) богоугодный (уст. о поступках);
θεάρεστο έργο — богоугодное дело;
2) благочестивый (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεάρεστο έργο — богоугодное дело;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεάρεστος — pleasing to God masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάρεστος — η, ο (AM θεάρεστος, ον) 1. (για πράξεις) αρεστός στον θεό, αγαθοεργός, ευσεβής («θεάρεστο έργο») 2. (για ανθρώπους) ευσεβής, άνθρωπος που τα έργα του ευχαριστούν τον θεό. επίρρ... θεαρέστως και θεάρεστα (Μ θεαρέστως και θεάρεστα) όπως αρέσει στον … Dictionary of Greek
θεάρεστος — η, ο θεοφιλής, αρεστός στο Θεό, φιλάνθρωπος: Θεάρεστο έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεαρέστως — θεάρεστος pleasing to God adverbial θεάρεστος pleasing to God masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάρεστον — θεάρεστος pleasing to God masc/fem acc sg θεάρεστος pleasing to God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαρέστοις — θεάρεστος pleasing to God masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαρέστου — θεάρεστος pleasing to God masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαρέστους — θεάρεστος pleasing to God masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαρέστων — θεάρεστος pleasing to God masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάρεστα — θεάρεστος pleasing to God neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρεστός — ή, ό (AM ἀρεστός, ή, όν) αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος αρχ. αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος αρχ. ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν… … Dictionary of Greek